Κείμενο-φωτογραφίες:
Κατερίνα Αγριμανάκη
Περιμένοντας σε μια αποβάθρα της Ιαπωνίας το τρένο δεν έρχεται από αριστερά όπως το περιμένεις αλλά από δεξιά. Και στις κυλιόμενες σκάλες. Αριστερά στέκεσαι, δεξιά κινείσαι. Αλλά και τα αυτοκίνητα είναι δεξιοτίμονα. Και ηλεκτρικά, άρα αθόρυβα. Αλλά και τα ποδήλατα είναι αθόρυβα. Και κινούνται άτακτα κι απρόβλεπτα. Και δεδομένου του ότι οι οδηγοί δεν κορνάρουν, οι ποδηλάτες δεν πειθαρχούν και οι πεζοί δε μιλούν, οι λεωφόροι είναι ήσυχες και πρέπει να προσέξεις πώς κινείσαι σε όλο αυτό το ανάποδο και αθόρυβο και ανοίκειο (από τα όσα έχεις συνηθίσει) σύστημα για να μην γίνεις ‘θύμα’ του. Ωστόσο, αυτά είναι από τα λίγα που πρέπει να προσέξεις στην Ιαπωνία. Εντελώς κυριολεκτικά, δεν έχεις κάτι σοβαρό για να ανησυχείς.
Όλα ξεκίνησαν από μια εικόνα στο Γιογιόγκι, κατά τις πρώτες μέρες της πρώτης μου φοράς εκεί.
Περιμένοντας μαζί με ένα φίλο μου τους συνταξιδιώτες μας να ψωνίσουν κάτι και χαζεύοντας γύρω, ασυναίσθητα πρόσεξα ένα παιδάκι με το σεϊφούκου του και τη σάκα στην πλάτη, όχι πάνω από 7, που περίμενε στο φανάρι. Οι γύρω αποσπάσεις με καθυστέρησαν στο να συνειδητοποιήσω πως ήταν μόνο του. Ολομόναχο. Όταν με βλέμμα πανικού αναζήτησα εξήγηση, ατάραχος ο Νίκος μού είπε πως έτσι είναι. Δεν υπάρχει κίνδυνος, τα παιδιά κυκλοφορούν μόνα τους. Και πράγματι, τις ημέρες που ακολούθησαν, είδα κι άλλα παιδιά, αν κι όχι τόσο μικρά, να κυκλοφορούν μόνα ή δυο δυο στο δρόμο ή το τρένο. Ας μη βιαστούν να απαξιώσουν οι έχοντες την τάση, καθώς -σημειώνω- η μητροπολιτική περιοχή του Τόκιο χωρά στην πυκνοκατοικημένη αγκάλη της 14 εκατομμύρια ψυχές. Μιάμιση Ελλάδα, σαν να λέμε…
Ήταν η πρώτη πρώτη συνειδητοποίηση όχι τού ότι, αλλά του πόσο ασφαλής είναι η Ιαπωνία.
Μάλλον, αυτή η εικόνα επέδρασε τόσο καταλυτικά μέσα μου που όταν πια μου δημιουργήθηκε έντονη η ανάγκη να ξαναδώ την Ιαπωνία, δεν το σκέφτηκα στιγμή να ταξιδέψω μόνη μου. Κι όταν έφτασα εκεί για δεύτερη φορά, ήταν σαν να ήμουν στην Αθήνα. Αλλά απαλλαγμένη από τους φόβους της Αθήνας….
Ας το κάνουμε εικόνα.
Οι άνθρωποι αφήνουν τα ποδήλατά τους έξω από το καφέ, το σούπερ μάρκετ, το μετρό, κάνουν τη δουλειά τους κι όταν επιστρέφουν, τα βρίσκουν στη θέση τους.
Στο δρόμο δε φοβάσαι μη σου αρπάξουν την τσάντα ή στο μετρό το πορτοφόλι.
Στα καφέ, κάθεσαι, αφήνεις τα πράγματα σου σε ένα τραπέζι για να πας στην τουαλέτα ή να παραγγείλεις και επιστρέφοντας τα βρίσκεις όλα στη θέση τους.
Ακόμα κι εγώ που τα είδα με τα μάτια μου πολλές φορές και μου τα επιβεβαιώνουν άνθρωποι που ζουν εκεί, γράφοντας από απόσταση κοντά 10.000 χλμ (και μάλιστα από ελληνικό έδαφος) τα βρίσκω εξωπραγματικά.
Το έγκλημα δρόμου σε εξαιρετικά χαμηλά ποσοστά. Και ό,τι χάνεται, συνήθως βρίσκεται. Για τους δύσπιστους ή τους λάτρεις της στατιστικής, μόνο το 2018, πάνω από 545.000 ταυτότητες (το 73% των απολεσθεισών) επιστράφηκαν στους ιδιοκτήτες τους από τη Μητροπολιτική Αστυνομία του Τόκιο, 130.000 κινητά τηλέφωνα (83%) και 240.000 πορτοφόλια (65%).
«Η παράδοση ενός χαμένου ή ξεχασμένου αντικειμένου είναι κάτι που διδάσκεται σε μικρή ηλικία. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να παραδίδουν στα κομπάν τα απολεσθέντα αντικείμενα, ακόμη κι αν πρόκειται για 10 γεν (8 λεπτά του ευρώ). Το παιδί θα το παραδώσει, ο αστυνομικός θα το διαχειριστεί επισήμως όπως κάθε απολεσθέν αντικείμενο και θα γράψει αναφορά. Ωστόσο, γνωρίζοντας πως κανείς δεν θα αναζητήσει αυτό το ποσό, η αστυνομία επιστρέφει στο παιδί το νόμισμα ως επιβράβευση. Συνεπώς, η διαδικασία παράδοσης στην αστυνομία διαφέρει από την οικειοποίηση – το ένα είναι κλοπή, το άλλο ανταμοιβή» αναφέρει στο BBC ο Μασαχίρο Ταμούρα, δικηγόρος και καθηγητής νομικής στο πανεπιστήμιο Σανγκιό του Κιότο.
Προσωπικά, το επιβεβαιώνω λόγω ανάλογης εμπειρίας.
Τη δεύτερη φορά στη χώρα, έκανα ένα ταξίδι στη Χιροσίμα. Ήταν τέτοιος ο ενθουσιασμός μου που λίγο αφότου βρήκα από το Σινκάνσεν (που, αν και όσο περνούσαν οι μέρες, συνήθιζα, αλλά ποτέ, μα ποτέ δε χόρταινα ως κάτι αδιανόητα εντυπωσιακό) διαπίστωσα πως είχα ξεχάσει στο κάθισμα ένα φάκελο που δεν έπρεπε να έχω ξεχάσει που περιείχε όλα όσα δεν έπρεπε να χαθούν. Διαβατήριο, συνάλλαγμα και το ίδιο το πάσο του τρένου (διάρκειας μιας εβδομάδας και κόστους 220 ευρώ που προμηθεύεται κανείς όχι από την Ιαπωνία, αλλά τη χώρα διαμονής του).
Πέρα από τα εύλογα προβλήματα επικοινωνίας που συνάντησα, δεδομένου του ότι στην Ιαπωνία δε μιλούν αγγλικά (πολλές φορές όχι επειδή δεν ξέρουν, αλλά πιο πολύ από συστολή), μέσα σε μισή ώρα είχαν βρεθεί και μέσα σε μια ώρα ήμουν καθ’οδόν (προς Χακάτα) να τα παραλάβω. Μέσα σ’αυτήν την ώρα, η μόνη ανησυχία μου ήταν, όχι μήπως δεν βρεθούν, αλλά πως ήμουν ένας άνθρωπος χωρίς ταυτότητα και με λιγότερα των 15 ευρώ σε γεν στην τσέπη.
Κάμποσες φορές χρειάστηκε να κινηθώ μόνη σε μέρη που στην Αθήνα θα με φόβιζαν. Ή, ας πούμε, θα είχα το νου μου. Μία από αυτές μια φθινοπωρινή νύχτα στη Χιροσίμα, στην κοίτη ενός από υπέροχους ποταμούς της, αναζητώντας το ξενοδοχείο μου. Η ώρα περασμένη, στους δρόμους ψυχή, ψιλόβροχο, με τη μπαταρία του κινητού να την κρατάω με νύχια και με δόντια στο 1%, σκοτάδι και κυρίως η ανασφάλεια τού άγνωστου τόπου. Σε ένα σημείο ήταν τόσο σκοτεινά που μόνο άκουγα. Το θρόισμα των λιγοστών φύλλων που βρίσκονταν πάνω στα κλαδιά ή παρέσυρε το αεράκι κάτω στο δρόμο. Αναγκάστηκα να ανάψω το φακό του κινητού για να περάσω. Δεν ξέρω, αλλά όλα αυτά θα ήταν προ πολλού αρκετά για να φοβάμαι υπό άλλες συνθήκες, σε άλλο τόπο. Όμως, όση κούραση από τόσες ώρες στο δρόμο κι αν ένιωθα, όση αγωνία για το πότε θα φτάσω, όση αδημονία να βρω το ξενοδοχείο, καμία στιγμή δεν αισθάνθηκα φόβο.
Κάποια άλλη στιγμή, στο Τόκιο αυτή τη φορά, περιφερόμουν στη Γιανάκα, μια συνοικία που επέζησε από τους βομβαρδισμούς του Β’Παγκοσμίου Πολέμου, μια γειτονιά του λεγόμενου “Σιταμάτσι” (Shitamachi, περιοχές νοτιοανατολικά των αυτοκρατορικών ανακτόρων που έχουν διατηρήσει τον χαρακτήρα τού Τόκιο παλιότερων δεκαετιών) με χαμηλή δόμηση, στενότερους δρόμους, σπίτια που θα περίμενε κάποιος να δει στην ιαπωνική ύπαιθρο κι όχι την ιλιγγιώδη πρωτεύουσα. Θα’ταν 9-9.30 το βράδυ, όμως το σκοτάδι είχε πέσει από πολύ πιο νωρίς και, τουλάχιστον μέχρι να φτάσω στη Γιανάκα Γκίνζα (μία αγορά με στενά πεζοδρομημένα δρομάκια, μαγαζάκια με έξω πάγκους ή χωρίς, μικροσκοπικά φαγοποτεία) ο κόσμος στους υποφωτισμένους δρόμους ήταν λιγοστός. Περπατώντας, βρέθηκα μπροστά σε ένα νεκροταφείο. Ήταν τόσο ήσυχα και απόκοσμα που δεν θέλησα να απομακρυνθώ βιαστικά, αλλά αντιθέτως να μπω μέσα. Δεν ένιωσα καμία αίσθηση μακάβριου. Μόνο γαλήνης και (ξανά) θαυμασμού για το πόσο φειδωλή σε μάρμαρα και πολυτέλεια είναι η θρησκευτική παράδοση στην ταφή. Αν έχω επιχειρήσει κάτι ανάλογο εδώ; Όχι – κι όσο με ξέρω, ούτε πρόκειται.
Άλλη μια νύχτα, και πάλι ψιλοαργά, βρέθηκα στο Γκόλντεν Γκάι, μια μικροσκοπική περιοχή στο Καμπουκίτσο της Σιντζούκου που θυμίζει επίσης Τόκιο μιας άλλης εποχής. Νομίζω έξι στενά σοκάκια, υποφωτισμένα, ελκυστικά παρακμιακά που στεγάζουν περίπου 200 μικροσκοπικά μπαρ κι εστιατόρια. Κι όταν λέμε μικροσκοπικά, εννοούμε όχι κάτι περισσότερο από μία μπάρα δύο μέτρων και τριών, τεσσάρων θέσεων, κάποια από αυτά. Ναι, η κίνηση όταν πήγα ήταν ανησυχητικά αραιή. Ναι, τα δρομάκια ήταν εξαιρετικά στενά. Και, ναι, η όψη της ιστορικής αυτής συνοικίας δεν θα έλεγα πως ενέπνεε την απόλυτη σιγουριά μιας μοναχικής περιπλάνησης. Κι όμως, με την ασφάλεια ως αξίωμα, κατάφερα να την περπατήσω αργόσυρτα, να την περιεργαστώ και να απολαύσω τη νυχτερινή γοητεία της.
Κι έπειτα, τα ξενοδοχεία όπου έμεινα στο Τόκιο, έκλειναν νωρίς. Στις 23.00. Ασφαλώς δε δοκίμασα ποτέ να επιστρέψω 23.01, για ευνόητους λόγους. Όμως, προσπαθούσα να αξιοποιώ το χρόνο έως τότε. Που σημαίνει πως κυκλοφορούσα στο μετρό και στους δρόμους έως αργά. Κάποιες φορές να με ξένισε η απόκοσμη, για μία τόσο πελώρια μητρόπολη, ησυχία και -τηρουμένων των αναλογιών- «ερημιά». Ωστόσο, η απουσία κόσμου και αυτοκινήτων δεν μου προκαλούσε ανασφάλεια, τουναντίον. Το έβρισκα εκπληκτικό να βλέπω την ήσυχη αυτή όψη ενός «θεριού» πριν τον ύπνο…
Σε κάθε περίπτωση, για κάτι έκτακτο, δυσάρεστο, επικίνδυνο, υπάρχει η προσιτή και άμεση λύση του λεγόμενου κομπάν, των μικρών τοπικών αστυνομικών τμημάτων που συναντά κανείς παντού διάσπαρτα – στο Τόκιο αντιστοιχούν 97 τέτοια τμήματα ανά 100 τετραγωνικά χιλιόμετρα, σε σχέση με τα μόλις 11/100 τετρ.χλμ στο Λονδίνο.
Έχω εξωραϊσμένη εικόνα της Ιαπωνίας; Είναι τέτοια η προκατάληψή μου; Μήπως στάθηκα απλώς τυχερή στα δύο αυτά ταξίδια και τα αμέτρητα βήματα σε πόλεις, δρόμους, γειτονιές; Αναρωτιέμαι συχνά…
Προφανώς και ποτέ κανείς δεν έχει το άλλοθι της άγνοιας κινδύνου όταν ταξιδεύει. Προφανώς και δεν θα προέτρεπα ποτέ και κανέναν να υποτιμά τους ενδεχόμενους κινδύνους μιας άγνωστης γης, μιας άγνωστης κατάστασης. Καλό είναι να είναι διαβασμένος, ενημερωμένος και επιφυλακτικός. Όμως, προσωπικά θεωρώ πως κι εκεί χρειάζεται μία λεπτή ισορροπία. Καθώς η υπερβολή στις δύο “όχθες” της επιφυλακτικότητας μπορεί είτε να σε βάλει σε κίνδυνο, είτε να σου στερήσει τον αυθορμητισμό και τη μαγεία του ταξιδιού.
Οπωσδήποτε, πάντως, η εγγενής εντιμότητα των Ιαπώνων και η κουλτούρα τους για βοήθεια κάνουν πολύ πιο άνετο το ταξίδι στο θέμα της ασφάλειας, αφήνοντας χώρο για την πραγματική ουσία, την ίδια την εμπειρία του ταξιδιού. (Και) υπ’αυτό το πρίσμα, η Ιαπωνία ενδείκνυται απολύτως. Κι ας καραδοκούν οι ποδηλάτες…
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ