Συνήθως στα αγγλικά το αποδίδουν σαν “valley”, δηλαδή “κοιλάδα” και πράγματι, η λέξη “κεϊκόκου” (渓谷) που συνοδεύει το γεωλογικό φαινόμενο Τοντορόκι (等々力) σημαίνει κατά περίπτωση κοιλάδα ή φαράγγι ή ρεματιά· προσωπικά μου ταιριάζει καλύτερα το τελευταίο όμως ανεξάρτητα από την απόδοση, η γοητεία του Τοντορόκι βρίσκεται στην τοποθεσία του: κάτι παραπάνω από 300 μέτρα από τον σταθμό με την ίδια ονομασία της γραμμής Τόκιου Οϊμάτσι στον δήμο Σεταγκάγια του Τόκιο ή αλλιώς, μόλις 18 λεπτά από την Σιμπούγια. Και μια ματιά στο τοπίο του μεν και της δε αρκεί για να καταλάβει κανείς ότι η συζήτηση περί των αντιθέσεων της Ιαπωνίας γενικά και του Τόκιο ειδικά δεν είναι θεωρητική.
Στα μόνο τρία χιλιόμετρα της διαδρομής του από την πηγή του που βρίσκεται κοντά στον σταθμό Γιόγκα της γραμμής Ντενεντόσι ως τον ποταμό Ταμαγκάουα που χωρίζει το Τόκιο από την Καναγκάουα, ο ποταμός Γιαζάουα έσκαψε μέσα στα βράχια του υψιπέδου Μουσασίνο ένα αυλάκι βάθους δέκα μέτρων και μήκους 700 και ο συνδυασμός του νερού του ποταμιού και της βλάστησης στις πλαγιές δημιουργούν μια ατμόσφαιρα που δεν έχει καμία σχέση με το Τόκιο όχι μόνο της κινηματογραφικής φαντασίας αλλά ακόμα και της πραγματικότητας των περισσότερων κατοίκων του -όχι αδικαιολόγητα αφού πρόκειται για το μόνο τέτοιο φαινόμενο σε όλη τη μητρόπολη.
Δύο ναοί, ο ένας αφιερωμένος στον Φούντο-μιο, τον ακλόνητο άρχοντα της σοφίας και προστάτη της βουδιστικής διδασκαλίας και ο ένας στον Ινάρι, τον σιντοϊστικό θεό του ρυζιού, ένας τύμβος κοφούν από τον πέμπτο αιώνα, ένα παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο, ένα πλάτωμα για πικνίκ, ένας ιαπωνικός κήπος και μια γέφυρα που λέγεται “Γέφυρα του Γκολφ” από τη δεκαετία του 1960 και που έχει πάρει την ονομασία της από ένα γήπεδο γκολφ που υπήρχε την περιοχή 30 πριν, συμπληρώνουν την “εμπειρία” του Τοντορόκι -ο επισκέπτης δε θα μείνει παραπονεμένος ακόμα και αν ενδιαφέρεται λιγότερο για τα έργα της φύσης και περισσότερο για αυτά των ανθρώπων. Και φεύγοντας θα έχει ανακαλύψει κάτι παραπάνω για την Ιαπωνία και ίσως και για τον τρόπο που ο ίδιος την αντιλαμβάνεται.
Kείμενο-φωτογραφίες: Γρηγόρης Α. Μηλιαρέσης